-
1 книга
книга ж το βιβλίο* \книга жалоб το βιβλίο παραπόνων* * *жτο βιβλίοкни́га жа́лоб — το βιβλίο παραπόνων
-
2 книга
-и θ.1. βιβλίο•книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•
переплести -у δένω βιβλίο•
раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•
для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•
книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•
учебная εγχειρίδιο•
бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•
кассовая книга βιβλίο ταμείου•
приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•
церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•
жалобная книга βιβλίο παραπόνων•
сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•
записная книга το σημειωματάριο•
книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.
2. έργο, σύγγραμμα.3. κατάλογος•телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.
4. οδηγός•справочная книга βιβλίο οδηγιών.
5. τόμος.εκφρ.книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης. -
3 жалоба
жалоба ж το παράπονο книга жалоб и предложений το βιβλίο παραπόνων και προ τάσεων* * *жτο παράπονοкни́га жа́лоб и предложе́ний — το βιβλίο παραπόνων και προτάσεων
-
4 жалобный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. θλιβερός• θλιμμένος, παραπονεμένος, παραπονιάρικος•-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο•
жалобный голос жалобный писк πονεμένη στριγγλιά.
|| λυπηρός, αλγεινός, περιαλγής, οδυνηρός, λυπητερός•жалобный вой ιαχή, αλγεινή κραυγή.
2. των παραπόνων•-ая книга βιβλίο παραπόνων.
-
5 жалоба
жалоб||аж1. (сетование) τό παράπο-νο[ν], ἡ μεμψιμοιρία·2. (на кого-л., на что-л.) ἡ μήνυση [-ις], ἡ καταγγελία:книга жалоб τό βιβλίο παραπόνων кассационная \жалоба ἡ 6φεση [-ις]· подавать \жалобау на кого-л. κάνω μήνυση, καταγγέλω. -
6 жалобный
жалоб||ныйприл παραπονιάρικος, θλιβερός, λυπητερός:\жалобныйный голос ἡ παραπονιάρικη φωνή· ◊ \жалобныйная книга τό βιβλίο παραπόνων. -
7 жалоба
-ы θ.1. παράπονο•горькая жалоба πικρό παράπονο•
слезливая жалоба κλαψοπαράπονο•
бюро жалоб; книга жалоб βιβλίο παραπόνων.
2. μήνυση, καταγγελία•он завладел моим имением; вот в чем состоит моя жалоба μου πήρε την περιουσία• γι αυτό τον καταγγέλλω.
|| αίτηση, έφεση•кассационная жалоба έφεση αναίρεσης.
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… … Dictionary of Greek